- σφοδρότατα
- σφοδρόςvehementadverbial superlσφοδρόςvehementneut nom/voc/acc superl plσφοδρόςvehementadverbial superlσφοδρόςvehementneut nom/voc/acc superl pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σφοδροτάτας — σφοδροτάτᾱς , σφοδρός vehement fem acc superl pl σφοδροτάτᾱς , σφοδρός vehement fem gen superl sg (doric aeolic) σφοδροτάτᾱς , σφοδρός vehement fem acc superl pl σφοδροτάτᾱς , σφοδρός vehement fem gen superl sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιζαμενώς — Α επίρρ. πολύ ισχυρά, σφοδρότατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ζαμενής «ισχυρός, δυνατός, ορμητικός» + επιρρμ. κατάλ. ῶς] … Dictionary of Greek
καθαρτήριo — Ο υπεργήινος τόπος όπου παραμένουν οι ψυχές για να καθαρθούν πριν εισέλθουν στον παράδεισο,σύμφωνα μετην Καθολική Εκκλησία. Η διδασκαλία για το κ., καθορισμένη και επιβεβλημένη ως αλήθεια πίστης από τις συνόδους Φλωρεντίας και Τριδέντου,… … Dictionary of Greek
Πλίμουθ — (Plymouth). Πόλη της Μεγάλης Βρετανίας στη νοτιοδυτική Αγγλία (Ντέβονσαϊρ). Βρίσκεται μεταξύ του Κατεγουότερ, του ποταμόκολπου του Πλυμ, προς ΝΑ και του Χαμοάζε, του μεγάλου ποταμόκολπου του Τάμαρ, προς ΒΔ, στο ανατολικό τμήμα του ομώνυμου κόλπου … Dictionary of Greek